φρονώ

φρονώ
φρονῶ, -έω, ΝΜΑ
έχω τη γνώμη, νομίζω, πιστεύω (α. «δεν φρονούμε τα ίδια» β. «φρονώ ότι η Καρχηδών πρέπει να καταστραφεί», παροιμ. φρ.
γ. «ἄλλα φρονεόντων καὶ ἄλλα λεγόντων», Ηρόδ.)
αρχ.
1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, διανοούμαι («ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμην», ΚΔ)
2. έχω νου, λογικό, είμαι συνετός, φρόνιμος («ἡ φρονοῡσα ἡλικία», Αισχίν.)
3. διατηρώ σώες τις φρένες μου, είμαι στα συγκαλά μου («ἐγὼ δὲ νῡν φρονῶ, τότ' οὐ φρονῶν», Ευρ.)
4. έχω σκοπό, έχω πρόθεση, σκοπεύω («φρόνεον... ἄστυ... ἐρύειν», Ομ. Ιλ.)
5. λαμβάνω υπ' όψιν μου, προσέχω, λογαριάζω
6. (με αιτ. πράγματος) δίνω προσοχή σε κάτι, φροντίζω για κάτι («πολλὰ φρονέοντα μηδενὸς κρατέειν», Ηρόδ.)
7. (σε φρ. με διάφορα επιρρ.) έχω αυτή ή την άλλη διάθεση απέναντι σε κάποιον ή σε κάτι (α. «φίλα φρονῶ» — έχω φιλική διάθέση, Ομ. Ιλ.
β. «κρυπτάδια φρονῶ» — έχω κρυφούς σκοπούς, Ομ. Ιλ.
γ. «ἀταλὰ φρονῶ» — έχω εύθυμη διάθεση, Ομ. Ιλ.)
8. έχω φρόνημα, θάρρος, αυτοπεποίθηση
9. διατηρώ τις αισθήσεις μου, είμαι ζωντανός («νοῶν καὶ φρονῶν», επιγρ.)
10. σημαίνω, δηλώνω, φανερώνω
11. αποσκοπώ («τοῡτο φρονεῑ ἡμῶν ἡ ἐς τοὺς ὀλίγους ἀγωγή», Θουκ.)
12. (το απρμφ. ενεστ. με αρθρ.) τὸ φρονεῑν
η φρόνηση, η σύνεση
13. φρ. α) «εὖ φρονῶ» — σκέπτομαι με ορθό τρόπο (Ηρόδ.)
β) «μῶρα φρονῶ» — σκέπτομαι με ανόητο τρόπο (Σοφ.)
γ) «πυκνὰ [ή πυκινὰ] φρονῶ» — έχω συνετές ή πανούργες σκέψεις (Ομ. Οδ.)
δ) «ἄλλῃ φρονῶ» — έχω διαφορετική γνώμη
ε) «ἀρχαϊκὰ φρονῶ» — έχω πεπαλαιωμένες ιδέες (Αριστοφ.)
στ) «φρονῶ τά τινος» — συμμερίζομαι τη γνώμη ή τις σκέψεις κάποιου (Ηρόδ.)
ζ) «μέγα φρονῶ»
i) έχω υψηλό φρόνημα, είμαι θαρραλέος (Ομ. Ιλ.)
ii) (με κακή σημ.) είμαι αλαζόνας, επαίρομαι (Σοφ.)
iii) (για ζώο) είμαι γεμάτος δύναμη και ορμή
η) «μεῖζον [ή μέγιστον] φρονῶ» — μεγαλοφρονώ, επαίρομαι (Σοφ.-Ευρ.)
θ) «σμικρὸν φρονῶ» — έχω ταπεινό φρόνημα, είμαι δειλός (Σοφ.-Ευρ.)
ι) «μέτριον φρονῶ» — είμαι μετριοπαθής, σκέπτομαι με μετριοφροσύνη (Ξεν.)
ια) «φρονῶν οὐδὲν φρονεῑς» — μολονότι είσαι στα λογικά σου, δεν είσαι φρόνιμος, δεν είσαι λογικός (Αριστοφ.)
ιβ) «ζῶν καὶ φρονῶν» — ζει και έχει σώες τις φρένες επιγρ.
ιγ) «ἄγαν φρονεῑν» — είμαι υπέρ το δέον φρόνιμος (Σοφ.)
ιδ) «ἐφημέρια φρονῶ» — σκέπτομαι, νοιάζομαι μόνον για το σήμερα (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρον- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας της λ. φρήν, φρενός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φρονώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φρονώ — μτβ., έχω τη γνώμη, κρίνω, νομίζω, πιστεύω, μου φαίνεται: Φρονώ ότι θα δοθούν αυξήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρονῶ — φρονέω to be minded pres subj act 1st sg (attic epic doric) φρονέω to be minded pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευφρονώ — εὐφρονῶ, έω, μτγν. τ. αντί τού ορθού εὖ φρονῶ (Α) [εύφρων] 1. έχω καλή διάθεση, είμαι ευνοϊκά διατεθειμένος 2. (μτχ. ενεστ.) εὐφρονέων και θηλ. εὐφρονέουσα, επικ. τ. ἐϋφρονέων (ορθτ. εὖ ή ἐΰ φρονέων) αυτός που κάνει κάτι με ευμένεια ή με φρόνηση… …   Dictionary of Greek

  • δοξάζω — (AM δοξάζω) [δόξα] 1. νομίζω, φρονώ 2. εγκωμιάζω, επαινώ, δοξολογώ 3. τιμώ ως θεό, λατρεύω, προσκυνώ («αυτός μου θεός και δοξάσω αυτόν», ΠΔ) μσν. νεοελλ. κάνω κάποιον ή κάτι ν αποκτήσει δόξα, τιμή, φήμη («τ όνομά μου δόξασέ το») μσν. 1. τιμώ,… …   Dictionary of Greek

  • μετεωροφρονώ — μετεωροφρονῶ, έω (Α) σκέπτομαι για υψηλά πράγματα, υψηλοφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + φρονῶ (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλο φρονώ] …   Dictionary of Greek

  • νομίζω — (ΑΜ νομίζω) [νόμος] 1. θεωρώ ως..., υπολαμβάνω, εκλαμβάνω (α. «τόν νόμιζα για φίλο» β. «τὸν προέχοντα ἔτεσι νόμιζε ὡς πατέρα», Πλάτ. γ. «ἀδικεῑ Σωκράτης οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἕτερα δὲ καινὰ δαιμόνια εἰσφέρων», Ξεν.) 2. έχω τη… …   Dictionary of Greek

  • αντιφρονώ — ( έω) 1. έχω αντίθετη γνώμη, διαφωνώ 2. οι αντιφρονούντες αυτοί που με συγκεντρώσεις, δηλώσεις ή δημοσιεύματα εκφράζουν τη διαφωνία τους προς ένα καθεστώς χωρίς να επιζητούν επαναστατικά την ανατροπή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + φρονώ. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • εναντιοφρονώ — ( έω) (Μ ἐναντιοφρονῶ, έω) φρονώ τα αντίθετα, έχω αντίθετη γνώμη, αντιφρονώ …   Dictionary of Greek

  • επίτηδες — (Α ἐπίτηδες και ἐπιτηδές) επίρρ. γι’ αυτόν τον σκοπό ή για ορισμένο σκοπό, σκόπιμα, εσκεμμένα (α. «τό έκανε επίτηδες» β. «ἐς δ’ ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομεν», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. με πονηριά, προσποιητά, απατηλά («ἦ μὴν ἐρεῑν σοι τἀπὸ καρδίας σαφῶς καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”